Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δύσκολος

  • 1 müşkül

    δύσκολος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > müşkül

  • 2 difficile

    δύσκολος

    Dictionnaire Français-Grec > difficile

  • 3 obtížný

    δύσκολος

    Česká-řecký slovník > obtížný

  • 4 perný

    δύσκολος

    Česká-řecký slovník > perný

  • 5 difficult

    δύσκολος

    English-Greek new dictionary > difficult

  • 6 külfetli

    δύσκολος, επαχθής, μπελαλήδικος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > külfetli

  • 7 zorlu

    δύσκολος, ζόρικος, σκληρός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zorlu

  • 8 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 9 неудобный

    неудобный 1) άβολος, στενόχωρος 2) перен. δύσκολος
    * * *
    1) άβολος, στενόχωρος
    2) перен. δύσκολος

    Русско-греческий словарь > неудобный

  • 10 сложный

    сложный σύνθετος, πολύπλοκός; δύσκολος (трудный) ело) и м 1) το στρώμα; το φύλλο; η κρούστα (теста ) 2) мн.: \сложныйй (общества ) τα (κοινωνικά) στρώματα
    * * *
    σύνθετος, πολύπλοκος; δύσκολος ( трудный)

    Русско-греческий словарь > сложный

  • 11 трудный

    Русско-греческий словарь > трудный

  • 12 тяжёлый

    тяжёлый 1) (о весе) βαρύς; \тяжёлый чемодан η βαριά βαλίτσα 2) (трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός (утомительный)' \тяжёлый труд η σκληρή δουλειά
    * * *
    1) ( о весе) βαρύς

    тяжёлый чемода́н — η βαριά βαλίτσα

    2) ( трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός ( утомительный)

    тяжёлый трудη σκληρή δουλειά

    Русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 13 утомительный

    утомительный κουραστικός, κοπιαστικός; δύσκολος (трудный)
    * * *
    κουραστικός, κοπιαστικός; δύσκολος ( трудный)

    Русско-греческий словарь > утомительный

  • 14 разббрчивый

    разббрчив||ый
    прил
    1. (о почерке) εὐανάγνωστος·
    2. (требовательный) ἀπαιτητικός, δύσκολος, αὐστηρός/ προσεκτικός (в средствах):
    быть \разббрчивыйым в еде εἶμαι δύσκολος στό φαΐ.

    Русско-новогреческий словарь > разббрчивый

  • 15 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 16 difficult

    ['difikəlt]
    1) (hard to do or understand; not easy: difficult sums; a difficult task; It is difficult to know what to do for the best.) δύσκολος
    2) (hard to deal with or needing to be treated etc in a special way: a difficult child.) δύσκολος

    English-Greek dictionary > difficult

  • 17 hard

    1. adjective
    1) (firm; solid; not easy to break, scratch etc: The ground is too hard to dig.) σκληρός
    2) (not easy to do, learn, solve etc: Is English a hard language to learn?; He is a hard man to please.) δύσκολος
    3) (not feeling or showing kindness: a hard master.) σκληρός
    4) ((of weather) severe: a hard winter.) βαρύς
    5) (having or causing suffering: a hard life; hard times.) δύσκολος
    6) ((of water) containing many chemical salts and so not easily forming bubbles when soap is added: The water is hard in this part of the country.) σκληρός
    2. adverb
    1) (with great effort: He works very hard; Think hard.) σκληρά
    2) (with great force; heavily: Don't hit him too hard; It was raining hard.) δυνατά
    3) (with great attention: He stared hard at the man.) επίμονα
    4) (to the full extent; completely: The car turned hard right.) εντελώς
    - hardness
    - hardship
    - hard-and-fast
    - hard-back
    - hard-boiled
    - harddisk
    - hard-earned
    - hard-headed
    - hard-hearted
    - hardware
    - hard-wearing
    - be hard on
    - hard at it
    - hard done by
    - hard lines/luck
    - hard of hearing
    - a hard time of it
    - a hard time
    - hard up

    English-Greek dictionary > hard

  • 18 трудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    трудный путь δύσκολος δρόμος•

    -ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες•

    -ая жизнь δύσκολη ζωή.

    || σοβαρός, βαρύς•

    -ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•

    трудный больной βαριά άρρωστος.

    || που πονά, πονεμένος•

    -ая рука το πονεμένο χέρι•

    -ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.

    Большой русско-греческий словарь > трудный

  • 19 тугой

    επ., βρ: туг, туга, туго; туже.
    1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•

    -ая струна τεντωμένη χορδή•

    тугой пояс σφιχτή ζώνη•

    тугой узел σφιχτός κόμπος•

    -йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•

    тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.

    2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.
    3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.
    4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•

    тугой человек σφιχτός άνθρωπος.

    || μτφ. δύσκολος, βαρύς•

    -йе времена τα δύσκολα χρόνια.

    εκφρ.
    тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•
    тугой на ухо – βαρύκουος.

    Большой русско-греческий словарь > тугой

  • 20 затруднение

    η δυσκολί/α· большие - я μεγάλες - ες, - в поставках - σε παραδόσεις, - в сбыте - σε πωλήσεις
    экономические - я см. финансовые - я затруднительный
    δύσκολος, δυσχερής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затруднение

См. также в других словарях:

  • δύσκολος — hard to satisfy with food masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • δύσκολος — η, ο επίρρ. α 1. δύστροπος, ανάποδος, στρυφνός: Είναι δύσκολο παιδί. 2. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια: Μας περιμένουν δύσκολες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυσκολώτερον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp sg δύσκολος hard to satisfy with food adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτάτων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen superl pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολωτέρων — δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp pl δύσκολος hard to satisfy with food masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατα — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial superl δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολώτατον — δύσκολος hard to satisfy with food masc acc superl sg δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλω — δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut nom/voc/acc dual δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόλως — δύσκολος hard to satisfy with food adverbial δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»