-
1 δύνατο
δύναμαιto be able: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
2 δύναθ'
δύναται, δύναμαιto be able: pres ind mp 3rd sgδύνατο, δύναμαιto be able: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)δύ̱νατε, δύω 2cause to sink: aor imperat act 2nd plδύ̱νατε, δύω 2cause to sink: aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
3 δύνατ'
δύναται, δύναμαιto be able: pres ind mp 3rd sgδύνατο, δύναμαιto be able: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)δύ̱νατε, δύω 2cause to sink: aor imperat act 2nd plδύ̱νατε, δύω 2cause to sink: aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
4 σφάλλω
Aσφᾰλῶ Th.7.67
: [tense] aor. 1 ἔσφηλα, [dialect] Ep.σφῆλα Od.17.464
, [dialect] Dor.ἔσφᾱλα Pi.P.8.15
: but the intrans. , Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic [tense] aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): [tense] pf.ἔσφαλκα Plb.8.9.2
:— [voice] Pass., [tense] fut.σφᾰλήσομαι S.Tr. 719
, 1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr. 588, X.Smp.2.26: [tense] aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: [tense] pf. , Pl.Cra. 436c: [tense] plpf.ἔσφαλτο Th.7.47
:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, ;οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464
;Ἕκτορα Pi.O.2.81
;ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112
; [ πώλους] E.Hipp. 1232;γόνυ τινός Id.Heracl. 128
;τινὰ γνύξ A.R.3.1310
;τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23
; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας ς. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 ([voice] Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic [tense] aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—[voice] Pass., to be tripped up,Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra. 689
(troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V. 1324, cf. Heraclit. 117;σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7
, cf. AP11.26 (Marc. Arg.);σ. ἵππος Plu.Phil.18
; σ. [ ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.II generally, cause to fall, overthrow,βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15
;ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16
.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El. 416
;σφάλλω.. ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6
; [ὀργὴ] πλεῖστα.. σ. βροτούς Id.Fr.31
; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs.,ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp. 262
(anap.): also of things,ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr. 192
;δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med. 198
(anap.);σ. τὰς πόλεις Th.3.37
, etc.;σ. δίκαν E.Andr. 780
(lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—[voice] Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes,σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26
, cf. S.Tr. 297, 719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra. 736 (troch.), Pl. 351;σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6
;ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87
, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R. 396d; ὑπὸ χρόνων τι ς. suffer from length of time, Id.Lg. 769c: c. dat. modi,σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10
;τοῖς ἀγῶσι Id.7.61
;τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8
: with a Prep.,ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2
, cf. Hdt.7.50;τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 461d
; ;περί τινος Plu.2.164c
: with neut. Adj.,σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg. 648e
; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of.., S.Aj. 1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr. 621.III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142;θεὰ ἤδη μ'.. ἔσφηλεν S.Aj. 452
, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr. 223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ς. Aeschin.3.125:— [voice] Pass., err, go wrong, be mistaken,κατὰ γνώμην Hdt.7.52
: abs., S.El. 1481, E.IA 1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr. 896;ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32
;γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18
; διανοίᾳ ς. Pl.Sph. 229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη.. ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.2 [voice] Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu. 717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or. 1078, Med. 1010, Ph. 758;τῆς δόξης Th.4.85
;τοῦ αὐχήματος Id.7.66
, cf. 5.110;οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra. 436c
;τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi. 372b
; ἀνδρός lose him, S.Tr. 1113;τοῦ παντός Plu.Brut.20
:— σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29. -
5 χραισμέω
χραισμ-έω, [dialect] Ep. Verb (not in Od. or Hes.), [tense] pres. only in Nic.Th. 914: [tense] fut. [ per.] 3sg.Aχραισμήσει Il.20.296
, [dialect] Ep. inf.- ησέμεν 21.316
: [tense] aor. 1 [dialect] Ep. [ per.] 3sg.χραίσμησε 16.837
; inf.χραισμῆσαι 11.120
: used by Hom. most freq. in [tense] aor. 2, [ per.] 3sg.ἔχραισμε 14.66
, [dialect] Ep.χραῖσμε 5.53
, 7.144; subj. [ per.] 3sg. χραίσμῃ, χραίσμῃσι, 1.28, 11.387; [ per.] 3pl.χραίσμωσι 1.566
; inf. χραισμεῖν ib. 242, al.:—prop. ward off something destructive from one, c. acc. rei et dat. pers., ; ; : once c. acc. pers. (supplied), μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν [με] ἆσσον ἰόνθ' keep [me] off from you, 1.566.2 more freq. c. dat. pers. only, defend, succour (though the notion of warding off injury is always implied), freq. in Il., 1.28, 5.53, al.: c. neut. Adj., χραισμεῖν τι assist, avail at all, 1.242, 21.193, al.; abs., 14.66, 15.652.—Hom. uses χραισμεῖν with negs. expressed or implied (in Il.21.193, εἰ δύναταί τι χραισμεῖν is ironical for οὔτι χ. δύναται), cf. 15.32. In positive clauses first in A.R.2.249, al.; imper.χραίσμετε Id.2.218
. (Said by Sch.A.R.2.218 to belong to the dialect of the Clitorians in Arcadia.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χραισμέω
См. также в других словарях:
δύνατο — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι … Dictionary of Greek
κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek