-
1 δοχμια
-
2 δόχμια
δόχμιοςacross: neut nom /voc /acc pl -
3 δοχμίαν
δοχμίᾱν, δόχμιοςacross: fem acc sg (attic doric aeolic) -
4 δόχμιος
δόχμιος, α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg, = pros. πλάγιος, s. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 4; Homer einmal, δόχμια ἦλϑον, sie kamen von der Seite, Il. 23, 116, wie Eur. Or. 1258; δοχμία κέλευϑος Alc. 1003; vgl. Rhes. 372; δόχμιον νῶτον ἐρεισαμένη Agath. 8 (V, 294); δόχμιος πέσεν Ap. Rh. 1, 1169. – In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß,
mit vielen Veränderungen.
-
5 πάρ-αντα
-
6 κάτ-αντα
-
7 καταντα
adv. вниз с горы, под гору(ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ΄ ἐλθεῖν Hom.)
ἄναντα καὴ κ. Luc. погов. — по горам и долам, т.е. решительно всюду -
8 δόχμιος
A across, aslant,δόχμια.. ἦλθον Il.23.116
, cf. E Or. 1261 (lyr.);δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000
(lyr.), cf. 575 (lyr.);πέσε δ. A.R.1.1169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόχμιος
-
9 κάταντα
κάταντ-α, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταντα
-
10 λόχμιος
λόχμ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόχμιος
-
11 δόχμιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δόχμιος
-
12 δόχμιος
δόχμιος, α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg; δόχμια ἦλϑον, sie kamen von der Seite. In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, mit vielen Veränderungen
См. также в других словарях:
δόχμια — δόχμιος across neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχμίαν — δοχμίᾱν , δόχμιος across fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια … Dictionary of Greek
κάταντα — (Α) επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ ἦλθον» πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»] … Dictionary of Greek