-
1 δότειρα
-
2 δοτειρα
-
3 δότειρα
δότειραfem nom /voc sg -
4 δότειρα
δότειρα f. adj.,1 giver στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. -
5 δότειρα
δότειρα, ἡ, die Geberin -
6 δότειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δότειρα
-
7 παντο-δότειρα
παντο-δότειρα, ἡ, = πανδώτειρα, Orph. H. 39, 3.
-
8 πλουτο-δότἑιρα
πλουτο-δότἑιρα, -ἡ, fem. von πλουτοδοτήρ, Reichthumgeberinn, Orph. H. 39, 3, Luc. D. Mer. 7, 1.
-
9 ζωο-δότειρα
ζωο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Demeter, Sp.
-
10 καρπο-δότειρα
καρπο-δότειρα, ἡ, Fruchtgeberinn, Orph. H. 42, 9.
-
11 γεννο-δότειρα
γεννο-δότειρα, ἡ, Verleiherin von Nachkommenschaft, Beiname der Aphrodite, Orph. H. 54, 12.
-
12 βαρυ-δότειρα
βαρυ-δότειρα, Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
-
13 θεσμο-δότειρα
θεσμο-δότειρα, ἡ, Gesetzgeberinn, Orph. h. Mus. 24.
-
14 οἰνο-δότειρα
οἰνο-δότειρα, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
-
15 ὀρθο-δότειρα
ὀρθο-δότειρα διανοίας, die Geberinn des graden, rechten Verstandes, Orph. H. 75, 5.
-
16 ὀλβο-δότειρα
ὀλβο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.
-
17 ὑπνο-δότειρα
ὑπνο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; Eur. Or. 175; Νύξ Ep. ad. (App. 261).
-
18 ὑμνο-δότειρα
ὑμνο-δότειρα, ἡ, Hymnengeberinn, Orph. H. 2, 7, l. d.
-
19 δότειραν
δότειραfem acc sg -
20 δοτίς
δοτίς, ίδος, ἡ, = δότειρα, Arcad. p. 35, 3.
См. также в других словарях:
δότειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δότειραν — δότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] … Dictionary of Greek
παντοδότειρα — η, ΝΑ (για γη) αυτή που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (πρβλ. ολβο δότειρα)] … Dictionary of Greek
υμνοδότειρα — ἡ, Α αυτή που δίνει τους ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + δότειρα (πρβλ. ζωο δότειρα)] … Dictionary of Greek
αινοδότειρα — αἰνοδότειρα (Α) αυτή που δίνει συμφορές (λέγεται στον πληθ. για τις Ερινύες). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δότειρα θηλ. τής λ. δοτὴρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
βαρυδότειρα — βαρυδότειρα, η (Α) φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] … Dictionary of Greek
ορθοδότειρα — ὀρθοδότειρα, ἡ (Α) φρ. «ὀρθοδότειρα διανοίης» αυτή που παρέχει ορθή κρίση, που δίνει ορθή διάνοια, ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek