-
121 δια-πλήσσω
δια-πλήσσω (s. πλήσσω), zerschlagen, zerspalten; Homer: Iliad. 23, 120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ ῆ αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ῑ, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ῑ γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες; außerdem Lesart διαρρήσσοντες; Odyss. 8, 507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι: Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί ( Iliad. 23, 20)«. – Pass. διαπλήσσεσϑαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33, 13.
-
122 δια-τμήγω
δια-τμήγω, = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρϑμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτϑὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.
-
123 δι-αγκυλόομαι
δι-αγκυλόομαι, Hesych. ἐνεῖραι τοὺς δακτύλους τῇ ἀγκύλῃ τοῦ ἀκοντίου, den Wurfspieß beim Schwungriemen fassen und zum Wurf fertig machen; διηγκυλωμένος, schußfertig sein, v. l. bei Xen. a. a. O.; – Sp., die noch λόγχην, δόρυ zusetzen.
-
124 δορύδιον
-
125 δορύλλιον
-
126 δορι-αλωσία
δορι-αλωσία, ἡ, Kriegseröberung, -Beute, App. Civ. 4, 52. Man vgl. über die composita mit δορι- u. δορυ- Lob. zu Soph. Ai. 210 u. die unter δουρι-angeführten Wörter.
-
127 δοράτιον
-
128 δορί-παλτος
δορί-παλτος, speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύ-παλτος haben.
См. также в других словарях:
δόρυ — stem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
δόρυ — το, ατος αρχαίο πολεμικό όπλο που αποτελούνταν από ξύλινο κοντάρι και μεταλλική αιχμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάρισα — Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5 6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’. * * * η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ (στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου… … Dictionary of Greek
δοράτεσσι — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτεσσιν — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτων — δόρυ stem neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορός — δόρυ stem neut gen sg (attic) δορός leathern bag masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουράτων — δόρυ stem neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρί — δόρυ stem neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)