-
21 δορυ-άλωτος
δορυ-άλωτος, = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.
-
22 δορύ-παλτος
δορύ-παλτος, s. δορίπαλτος.
-
23 δορύ-κρᾱνος
δορύ-κρᾱνος λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen, Aesch. Pers. 144, v. l. δορίκρ.
-
24 δορύ-κτητος
δορύ-κτητος, s. δορίκτητος.
-
25 δορύ-κλυτος
δορύ-κλυτος, Suid., = δουρίκλυτος.
-
26 δορύ-μαχος
δορύ-μαχος, = δουρίμαχος, Timoth. bei Plut. aud. poet. 10.
-
27 δορύ-ξενος
δορύ-ξενος, Speerfreund, nach Plut. qu. gr. 17 der aus einem Feind im Kriege ein Freund geworden; Freund im Kriege, zu Schutz und Trutz Verbündeter; Aesch. Ag. 854; Soph. El. 555; Eur. Med. 687; – adj., δόμοι Aesch. Ch. 901; ἑστία Soph. O. C. 638.
-
28 συν-δορυ-φόρος
συν-δορυ-φόρος, ὁ, Mittrabant, Sp.
-
29 ἀ-δορυ-φόρητος
ἀ-δορυ-φόρητος, ohne Leibwache, Aristot.; Plut. Aristid. 7 Apophth. Lac. init.
-
30 ἀ-δορύ-ληπτος
ἀ-δορύ-ληπτος, nicht mit dem Speer gefangen, zweifelhaft.
-
31 δορυθαρσής
δορυ-θαρσής u. δορυ-θρασής, ές, speerkühn, mutig -
32 δορυθρασής
δορυ-θαρσής u. δορυ-θρασής, ές, speerkühn, mutig -
33 δορυφόρησις
δορυ-φόρησις u, δορυ-φορία, ἡ, das Begleiten der Trabanten; von den Sternen -
34 δορυβόλος
-
35 δορυδρέπανον
δορυ-δρέπανον, τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze. Auch »Enterhaken« bei den Schiffen -
36 δορυκέντωρ
δορυ-κέντωρ, mit der Lanze stechend, Athene -
37 δορυκοίρανος
δορυ-κοίρανος, ὁ, mit dem Speere herrschend -
38 δορύκρᾱνος
δορύ-κρᾱνος λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen -
39 δορύξενος
δορύ-ξενος, Speerfreund, der aus einem Feind im Kriege ein Freund geworden; Freund im Kriege, zu Schutz und Trutz Verbündeter -
40 δορυξόος
δορυ-ξόος u. δορυξός, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter
См. также в других словарях:
δόρυ — stem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
δόρυ — το, ατος αρχαίο πολεμικό όπλο που αποτελούνταν από ξύλινο κοντάρι και μεταλλική αιχμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάρισα — Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5 6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’. * * * η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ (στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου… … Dictionary of Greek
δοράτεσσι — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτεσσιν — δόρυ stem neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράτων — δόρυ stem neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορός — δόρυ stem neut gen sg (attic) δορός leathern bag masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουράτων — δόρυ stem neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρί — δόρυ stem neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)