-
1 ἐπιχρώννυμι
A- κέχρωκα Plu.
(v.infr.): — rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ;οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16
: metaph.,ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4
:— [voice] Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep. 340d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρώννυμι
-
2 ἐπι-χρώννῡμι
ἐπι-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυϑήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῠ ἐπικεχρῶσϑαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάϑος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.
-
3 επιχρωννυμι
слегка покрывать краской, сверху окрашивать(τὸν χαλκόν Plut.; οἶκον ἐρυθήματι Luc.)
οἱ ὄντως μέ φιλόσοφοι, δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι Plat. — не настоящие ревнители мудрости, а лишь нахватавшиеся (чужих) мнений -
4 ἐπιχρώννῡμι
ἐπι-χρώννῡμι, mit Farbe bestreichen, färben; οὐκ ἄχρι τοῠ ἐπικεχρῶσϑαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάϑος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben
См. также в других словарях:
επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… … Dictionary of Greek