Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δόλιχοι

См. также в других словарях:

  • δολιχοί — δολιχός long masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιχοι — δόλιχος the long course masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπελοφάσουλα — Φασόλια πράσινα και στενόμακρα, σε αντιδιαστολή προς τα πλατιά. Λέγονται και τουρκοφάσουλα, γυφτοφάσουλα και μαυρομάτικα. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί γεωργοί τα καλλιεργούν στα αμπέλια τους. Η επιστημονική ονομασία τους είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»