-
1 δολιχοί
δολιχόςlong: masc nom /voc pl -
2 δόλιχοι
δόλιχοςthe long course: masc nom /voc pl -
3 λοβός
λοβ-ός, ὁ,A lobe of the ear, ἐΰτρητοι (for wearing ear-rings)λ. Il.14.182
, cf. h.Hom.6.8, Hp.Prog.2, Arist. HA 492a16;ἄκροι λ. Lyc.1401
.2 lobe of the liver, to which special attention was paid in divination, A.Pr. 495, E.El. 827, Pl.Ti. 71c, Euphro 7: generally, liver, A.Eu. 159 (lyr.).II capsule or pod of leguminous plants (cf. ἔλλοβος), Thphr.HP1.11.2, etc.; esp. of φασίολοι or δόλιχοι, because they were eaten pod and all, Gal.6.557, Jul.Or.5.175c.2 in rose leaves, the white part, elsewh. ὄνυξ, Gal.12.748.
См. также в других словарях:
δολιχοί — δολιχός long masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλιχοι — δόλιχος the long course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελοφάσουλα — Φασόλια πράσινα και στενόμακρα, σε αντιδιαστολή προς τα πλατιά. Λέγονται και τουρκοφάσουλα, γυφτοφάσουλα και μαυρομάτικα. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί γεωργοί τα καλλιεργούν στα αμπέλια τους. Η επιστημονική ονομασία τους είναι … Dictionary of Greek