-
1 δόκιμος
[докимос] ουσ. а. пробныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόκιμος
-
2 практикант
-
3 стажёр
-
4 практикант
ο εκπαιδευόμενος, ο ασκούμενος, ο δόκιμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > практикант
-
5 стажёр
ο δόκιμος, ο ασκούμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стажёр
-
6 гардемарин
гардемаринм мор. ист. ὁ δόκιμος. -
7 послушник
послушникм (в монастыре) ὁ δόκιμος [μοναχός], ὁ νεόφυτος. -
8 практнкаит
пра́ктнк||аитм ὁ δόκιμος. -
9 стажер
стаж||ерм ὁ δόκιμος. -
10 адъюнкт
-а α.1. δόκιμος ανώτερων σχολών.2. (παλ.) κατώτερος βαθμός. -
11 гардемарин
-а α. παλ.δόκιμος ναυτικού ή απόφοιτος σχολής ναυτικού. -
12 послушник
-а α.-ца, -ы θ.δόκιμος μοναχός, δόκιμη μοναχή• νεόφυτος, -η. -
13 послушничать
ρ.δ. υπηρετώ, χρηματίζω δόκιμος μοναχός. -
14 практикант
-а α.-ка, -и θ.δόκιμος, -η, ο ασκούμενος πρακτικά. -
15 стажёр
-а α. -ка, -и θ.δόκιμος, -η. -
16 стажировать
-рую, -рувшьρ.δ. δοκιμάζομαι, εργάζομαι ως δόκιμος. || περνώ πρακτική εξάσκηση.βλ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
Δόκιμος — acceptable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκιμος — acceptable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… … Dictionary of Greek
δόκιμος — η, ο 1. αυτός που κρίνεται ικανός και άξιος ύστερα από δοκιμή: Πάντα τον ψηφίζουν, γιατί είναι δόκιμος πολιτικός. 2. αυτός που βρίσκεται υπό δοκιμασία, ο μαθητευόμενος: Δόκιμος καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμώτερον — δόκιμος acceptable masc acc comp sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc comp sg δόκιμος acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμωτάτων — δόκιμος acceptable fem gen superl pl δόκιμος acceptable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμωτέρων — δόκιμος acceptable fem gen comp pl δόκιμος acceptable masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώτατα — δόκιμος acceptable adverbial superl δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώτατον — δόκιμος acceptable masc acc superl sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δοκίμω — Δόκιμος acceptable masc nom/voc/acc dual Δόκιμος acceptable masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμω — δόκιμος acceptable masc/fem/neut nom/voc/acc dual δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δοκιμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)