-
1 δόκιμα
δόκιμοςacceptable: neut nom /voc /acc pl -
2 δοκιμάσας
δοκιμά̱σᾱς, δοκιμάζωassay: fut part act fem acc pl (doric)δοκιμά̱σᾱς, δοκιμάζωassay: fut part act fem gen sg (doric)δοκιμάσᾱς, δοκιμάζωassay: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 δοκιμάς
δοκιμά̱ς, δοκιμήproof: fem acc pl -
4 δοκιμάσαι
δοκιμά̱σᾱͅ, δοκιμάζωassay: fut part act fem dat sg (doric)δοκιμάζωassay: aor inf actδοκιμάσαῑ, δοκιμάζωassay: aor opt act 3rd sg -
5 апробация
η επιδοκιμασία, η έγκριση, η δοκιμή-ировать επιδοκιμάζω, δοκιμά-ζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > апробация
-
6 лётчик-испытатель
ο πιλότος-δοκιμα-στής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лётчик-испытатель
-
7 κυνάριον
A little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; butκυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνάριον
-
8 παρακόπτω
A strike falsely, counterfeit, prop. of money, D.S.1.78 : generally, falsify, Luc.Lex.20;κίβδηλα καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα Id.Ind.2
; opp. δόκιμα and ἀκίβδηλα, Id.Hist.Conscr.10, Herm.68 ; ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα knavish manikins, base coin, Ar.Ach. 517.2 [voice] Med., cheat or swindle out of a thing,οἵων ἀγαθῶν παρεκόπτου Id.Eq. 807
; simply, cheat, τινα ib. 859:—[voice] Pass., to be cheated,παρεκόπην διχοινίκῳ Id.Nu. 640
.II metaph., strike the mind awry, drive mad, derange,π. φρένας E.Hipp. 238
; παρακεκομμένος τὸν νοῦν Sch.rec.A.Pr. 581, cf. Phot. s.v.2 intr., to be deranged,τοῦ νοῦ παρακόπτοντος Hp.Aff.10
; παρακόψαι τῇ διανοίᾴ go mad, Arist.Mir. 832b17 : abs., παρακόψας in a fit of madness, D.L.4.44, cf. D.S.5.50 : so in [tense] pres.,παρακόπτων Plu.2.963e
, 1123f; - κόψας wrongheadedly, Phld. Oec. p.10 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακόπτω
См. также в других словарях:
δόκιμα — δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσας — δοκιμά̱σᾱς , δοκιμάζω assay fut part act fem acc pl (doric) δοκιμά̱σᾱς , δοκιμάζω assay fut part act fem gen sg (doric) δοκιμάσᾱς , δοκιμάζω assay aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάς — δοκιμά̱ς , δοκιμή proof fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάσαι — δοκιμά̱σᾱͅ , δοκιμάζω assay fut part act fem dat sg (doric) δοκιμάζω assay aor inf act δοκιμάσαῑ , δοκιμάζω assay aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] … Dictionary of Greek
υπερκαθαρολόγος — ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με σχολαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + καθαρολόγος «αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο»] … Dictionary of Greek