Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δόκιμα

См. также в других словарях:

  • δόκιμα — δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάσας — δοκιμά̱σᾱς , δοκιμάζω assay fut part act fem acc pl (doric) δοκιμά̱σᾱς , δοκιμάζω assay fut part act fem gen sg (doric) δοκιμάσᾱς , δοκιμάζω assay aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάς — δοκιμά̱ς , δοκιμή proof fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάσαι — δοκιμά̱σᾱͅ , δοκιμάζω assay fut part act fem dat sg (doric) δοκιμάζω assay aor inf act δοκιμάσαῑ , δοκιμάζω assay aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] …   Dictionary of Greek

  • υπερκαθαρολόγος — ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με σχολαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + καθαρολόγος «αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»