-
1 δεκα-ετής
δεκα-ετής, ές, zehnjährig; πόλεμος, Thuc. 5, 25. – Bei Her. 1, 114 δεκαέτης παῖς.
-
2 πεντα-δεκα-έτης
πεντα-δεκα-έτης, ὁ, der Fünfzehnjährige, Sp.
-
3 δω-δεκα-ετής
δω-δεκα-ετής, ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.
-
4 ἑν-δεκα-ετής
ἑν-δεκα-ετής, ές, elfjährig, Inscr., Poll. 1, 55.
-
5 πεντε-και-δεκα-ετής
πεντε-και-δεκα-ετής, ές, funfzehnjährig, Plut. consol. ad Apoll. p. 347.
-
6 τρις-και-δεκα-έτης
τρις-και-δεκα-έτης, und τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige; Isae. fr.; Poll. 1, 55.
-
7 τεσσαρες-και-δεκα-έτης
τεσσαρες-και-δεκα-έτης, ὁ, vierzehnjährig, Plut. Aem. Paull. 35.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκα-έτης
-
8 τετρα-και-δεκα-ετής
τετρα-και-δεκα-ετής, ές, vierzehnjährig, Sp.
-
9 τετρα-και-δεκα-έτης
τετρα-και-δεκα-έτης, ὁ, und
-
10 ὀκτω-και-δεκα-έτης
ὀκτω-και-δεκα-έτης, ες, achtzehnjährig; Luc. Mort. D. 27, 7; D. L. 10, 1 u. a. Sp.
-
11 ἐννεα-και-δεκα-έτης
ἐννεα-και-δεκα-έτης, ὁ, neunzehnjährig, D. Sic. 2, 47 χρόνος.
-
12 ἑπτα-και-δεκα-ετής
ἑπτα-και-δεκα-ετής, ές, = ἑπτακαιδεκέτης, Pol. 4, 24 D. Sic. 2, 2; Poll. 1, 55.
-
13 ἑκ-και-δεκα-έτης
ἑκ-και-δεκα-έτης, ὁ, sechszehnjährig, - έτει Plut. amat. 9; ἑκκαιδεκαετῆ χρόνον D. C. 69, 8; s. ἑκκαιδεκέτης.
-
14 δεκαετής
A ten years old, Hdt.1.114, Hp.Epid.1.10.II of or lasting ten years,πόλεμος Th.5.25
,26 codd., Jul.Or.2.74b. (Cf. δεκέτης.) — The statements of Gramm. as to the accentuation of this and similar words are confused, cf.Poll.1.54, EM765.21, Choerob.in Theod.1.167, 2.385: they were prob. parox. in Attic, oxyt. in the κοινή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαετής
-
15 τετρακαιδεκαετής
τετρα-και-δεκα-ετής, ές, u. τετρα-και-δεκα-έτης, ὁ, vierzehnjährig -
16 δωδεκαετής
δω-δεκα-ετής, ές, zwölfjährig -
17 ἑκκαιδεκαέτης
ἑκ-και-δεκα-έτης, ὁ, sechszehnjährig -
18 ἑνδεκαετής
ἑν-δεκα-ετής, ές, elfjährig -
19 ἐννεακαιδεκαέτης
ἐννεα-και-δεκα-έτης, ὁ, neunzehnjährig -
20 ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτω-και-δεκα-έτης, ες, achtzehnjährig
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ισοετής — ές (Α ἰσοετής, ές) ομήλικος, ίσος στα χρόνια νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές γένος φυτών τής τάξης ισοετώδη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
δεκαετής — ής, ές (AM δεκαετής και δεκαέτης, θηλ. δεκαετής και δεκαέτις, ουδ. δεκαετές και δεκάετες) 1. ηλικίας δέκα ετών 2. διάρκειας δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος] … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκαέτης — άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών 2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα… … Dictionary of Greek
δεκέτης — δεκέτης, ο (θηλ. δεκέτις, η) (Α) ο δεκαετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος (πρβλ. τριετής)] … Dictionary of Greek
πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] … Dictionary of Greek
πεντεδεκαετής — ές, Α πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + δέκα + ετής (< ἔτος)] … Dictionary of Greek
τοσαετής — ές, Μ αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek