-
1 δω-δεκά-μοιρος
δω-δεκά-μοιρος, zwölffach getheilt, poet. δυωδ.; σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, die Nacht, Antiphil. 17 (VII, 641).
-
2 δωδεκάμοιρος
δω-δεκά-μοιρος, zwölffach geteilt; σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, die Nacht
1 δω-δεκά-μοιρος
δω-δεκά-μοιρος, zwölffach getheilt, poet. δυωδ.; σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, die Nacht, Antiphil. 17 (VII, 641).
2 δωδεκάμοιρος