-
81 δεκάτωι
δεκάτῳ, δέκατοςtenth: masc /neut dat sg -
82 1182
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1182
-
83 fifteenth
1) (one of fifteen equal parts.) δέκατο πέμπτο2) (( also adjective) (the) last of fifteen (people, things etc); (the) next after the fourteenth.) δέκατος πέμπτος -
84 fourteenth
1) (one of fourteen equal parts.) δέκατο τέταρτο2) (( also adjective) the last of fourteen (people things etc); the next after the thirteenth.) δέκατος τέταρτος -
85 nineteenth
1) (one of nineteen equal parts.) δέκατο ένατο2) (( also adjective) the last of nineteen (people, things etc); the next after the eighteenth.) δέκατος ένατος -
86 seventeenth
1) (one of seventeen equal parts.) δέκατο έβδομο2) (( also adjective) (the) last of seventeen (people, things etc); (the) next after the sixteenth.) δέκατος έβδομος -
87 thirteenth
1) (one of thirteen equal parts.) δέκατο τρίτο2) (( also adjective) the last of thirteen (people, things etc); the next after the twelfth.) δέκατος τρίτος -
88 восемнадцатый
[βασιμνάνττσατυΤ] αριθ. δέκατος όγδοος -
89 девятнадцатый
[*][ντιβγιατνάττσατυϊ) αριθ. δέκατος ένατος -
90 пятнадцатый
[πιτνάττσατυϊ] αριθμ. δέκατος πέμπτος -
91 тринадцатый
[τρινάτσατυϊ] αριθμ. δέκατος τρίτος -
92 четырнадцатый
[τσιτύρνατσατυΐ] αριθμ. δέκατος τέταρτος -
93 шестадцатый
[συστνάτσατυΐ] αριθμ. δέκατος έκτος -
94 восемнадцатый
[βασιμνάνττσατυΤ] αριθ. δέκατος όγδοος -
95 девятнадцатый
[*][ντιβγιατνάττσατυϊ) αριθ. δέκατος ένατος -
96 пятнадцатый
[πιτνάττσατυϊ] αριθμ δέκατος πέμπτος -
97 тринадцатый
[τρινάτσατυϊ] αριθμ δέκατος τρίτος -
98 четырнадцатый
[τσιτύρνατσατυϊ] αριθμ δέκατος τέταρτος -
99 шестадцатый
[συστνάτσατυϊ] αριθμ δέκατος έκτος -
100 восемнадцатый
αριθμ., επ. δέκατος όγδοος.
См. также в других словарях:
δέκατος — tenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… … Dictionary of Greek
δέκατος — η, ο τακτ. αριθμ. επίθ. 1. αυτός που στη σειρά βρίσκεται στον αριθμό δέκα: Ήρθε δέκατος στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., δέκατο το καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός διαιρεμένου πράγματος: Το ένα δέκατο του πληθυσμού είναι αλλοεθνείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάτω — δέκατος tenth masc/neut nom/voc/acc dual δέκατος tenth masc/neut gen sg (doric aeolic) δεκά̱τω , δεκάω pres imperat act 3rd sg δεκατόω take tithe of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτων — δέκατος tenth fem gen pl δέκατος tenth masc/neut gen pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd dual δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατον — δέκατος tenth masc acc sg δέκατος tenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάταις — δέκατος tenth fem dat pl δεκάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτην — δέκατος tenth fem acc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem acc sg (attic epic ionic) δεκά̱την , δεκάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτης — δέκατος tenth fem gen sg (attic epic ionic) δεκάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτοιο — δέκατος tenth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)