-
61 εξεπικαιδεκατος
-
62 επιδεκατος
3равный одной десятойἐπιδέκατοι τόκοι Arst. — десять процентов (мат. тж. равный единице и одной десятой)
-
63 οκτωκαιδεκατος
-
64 πεντεκαιδεκατος
-
65 πεντεπικαιδεκατος
-
66 στηριζω
(aor. ἐστήριξα - поздн. ἐστήρισα; pass.: pf. ἐστήριγμαι, ppf. ἐστηρίγμην)1) укреплять, утверждать, устанавливать(λίθον κατὰ χθονός Hes.; ἴριδας ἐν νέφεϊ Hom.)
ἤδη δέκατος μεὴς οὐρανῷ ἐστήρικτο HH. — уж десятый месяц стоял на небе, т.е. наступил;χάσμα ἐστήρικται NT. — разверзлась бездна2) упирать(κάρη οὐρανῷ Hom.)
σ. αὐτὸ αὑτό Arst. — опираться на самого себя;στηρίζεσθαι πόδα ἐπὴ γαίης Anth. — упираться ногой в землю;κακὸν κακῷ ἐστήρικτο Hom. — беда следовала по пятам за бедой;στηρίζεσθαι κίοσιν πρὸς οὐρανόν Hes. — опираться на вздымающиеся до неба колонны;τὸ πρόσωπον αὑτοῦ στηρίξαι NT. — возыметь желание, решить;σ. σχολᾷ Soph. — пребывать в бездействии3) устремляться, подниматься:(ἐλάτη) ὀρθέ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ΄ ἐστηρίζετο Eur. сосна, выпрямившись, поднялась к небу; κῦμ΄ οὐρανῷ στηρίζον Eur. вздымающаяся к небу волна; ὁπότε ἐς τέν καρδίαν στηρίξαι (ὅ πόνος) Thuc. когда болезнь достигла сердца
4) останавливаться, задерживатьсяσ. παυσαμένης τῆς πορείας Plut. — (ученые говорят, что планеты), прекращая (свое) движение, приостанавливаются
5) укреплять (духовно), ободрять(τινά NT.)
-
67 τεσσαρεσκαιδεκατος
-
68 четырнадцать
(о αριθμός) δεκατέσσεραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > четырнадцать
-
69 восемнадцатый
восемнадцатыйчислит, порядк. δέκατος ὀγδοος. -
70 девятнадцатый
девятнадцат||ыйчисл. порядк. δέκατος ἔννατος; \девятнадцатыйого (числа) στίς δεκαεννιά τοῦ μήνα, τήν δεκάτην ἐννάτην τοῦ μηνός. -
71 десятый
десят||ыйчисл. δέκατος:\десятыйого (числа) στίς δέκα τοῦ μήνα· \десятыйая часть τό ἕνα δέκατο· ◊ с пятого на \десятыйое разг πότε-πότε, στή χάση, καί στή φέξη. -
72 пятнадцатый
пятнадцатыйчисл. порядк. δέκατος πέμπτος. -
73 семнадцатый
семнадцатыйчисл. порядк. δέκατος Εβδομος:\семнадцатыйое января στίς δεκαεφτά τοῦ Γενάρη· \семнадцатыйая страница ἡ δέκατη ἐβδομη σελίδα· \семнадцатый год τό χίλια ἐννιακόσια δέκα ἐπτά. -
74 тринадцатый
тринадцат||ыйчисл. порядк. δέκατος τρίτος:\тринадцатыйая страница ἡ δεκάτη τρίτη σελίδα:\тринадцатыйого июля στεις δεκατρείς 'Ιουλίου· \тринадцатый день ἡ δεκάτη τρίτη (ἡ)μέρα· \тринадцатый год τό δέκατο τρίτο ἔτος. -
75 четырнадцатый
четырнадцатыйчисл. порядк. δέκατος τέταρτος. -
76 шестнадцатый
шестнадцат||ыйчислит, порядк. δέκατος ἔκτος:\шестнадцатыйое мая στίς 16 τοῦ Μάη, τήν δεκάτην ἔκτην Μαίου· \шестнадцатыйая часть τό δέκατον ἐκτον μέρος. -
77 τέταρτος
η, ο [άρτη, ον] четвёртый;δέκατος τέταρτος — четырнадцатый
-
78 δεκάται
δεκάτᾱͅ, δέκατοςtenth: fem dat sg (doric aeolic)δεκάτηfem nom /voc plδεκάτᾱͅ, δεκάτηfem dat sg (doric aeolic) -
79 δεκάταν
δεκάτᾱν, δέκατοςtenth: fem acc sg (doric aeolic)δεκάτᾱν, δεκάτηfem acc sg (doric aeolic) -
80 δεκάτηι
δεκάτῃ, δέκατοςtenth: fem dat sg (attic epic ionic)δεκάτῃ, δεκάτηfem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
δέκατος — tenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… … Dictionary of Greek
δέκατος — η, ο τακτ. αριθμ. επίθ. 1. αυτός που στη σειρά βρίσκεται στον αριθμό δέκα: Ήρθε δέκατος στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., δέκατο το καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός διαιρεμένου πράγματος: Το ένα δέκατο του πληθυσμού είναι αλλοεθνείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάτω — δέκατος tenth masc/neut nom/voc/acc dual δέκατος tenth masc/neut gen sg (doric aeolic) δεκά̱τω , δεκάω pres imperat act 3rd sg δεκατόω take tithe of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτων — δέκατος tenth fem gen pl δέκατος tenth masc/neut gen pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd dual δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατον — δέκατος tenth masc acc sg δέκατος tenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάταις — δέκατος tenth fem dat pl δεκάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτην — δέκατος tenth fem acc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem acc sg (attic epic ionic) δεκά̱την , δεκάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτης — δέκατος tenth fem gen sg (attic epic ionic) δεκάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτοιο — δέκατος tenth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)