-
1 δωρή
δωρέομαιgive: pres subj mp 2nd sgδωρέομαιgive: pres ind mp 2nd sgδωρέωgive: pres subj mp 2nd sgδωρέωgive: pres ind mp 2nd sgδωρέωgive: pres subj act 3rd sg -
2 δωρῇ
δωρέομαιgive: pres subj mp 2nd sgδωρέομαιgive: pres ind mp 2nd sgδωρέωgive: pres subj mp 2nd sgδωρέωgive: pres ind mp 2nd sgδωρέωgive: pres subj act 3rd sg -
3 καλάμη
A stalk, esp. the stalk or straw of corn, metaph. in Hom., αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην Χθονὶ Χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, i.e. when there is much straw and little harvest, much slaughter and little profit, Il.19.222; κ. πυρῶν wheat- straw, Hdt.4.33;σῖτος σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενος X.An.5.4.27
;καλάμαν τε καὶ ἱερὰ δράγματα.. ἀσταχύων Call.Cer.20
; prov. of a greedy farmer, πυροὺς ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν to exhaust ground by one corn-crop after another, Lys.Fr.77: pl., σῖτος ἐπὶ ταῖς κ. D.H.5.13.2 stubble, Arist.Mete. 341b27, PSI4.380.6 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.3.12, etc.: metaph., of an old man, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν thou mayst still, I ween, perceive the stubble (i.e. the residue) of former strength, Od.14.214;τὸ γῆρας καλάμη Arist.Rh. 1410b14
;τὴν κ. δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ θέρος AP11.36
(Phil.); Ῥήσου κ. the remains of Rhesus, i.e. his corpse, Orac. ap. Polyaen.6.53; ἀπὸ τῆς κ. τεκμαίρεσθαι to judge from the remains, Luc.Alex.5.II = κάλαμος, Hld.8.9.
См. также в других словарях:
δωρῇ — δωρέομαι give pres subj mp 2nd sg δωρέομαι give pres ind mp 2nd sg δωρέω give pres subj mp 2nd sg δωρέω give pres ind mp 2nd sg δωρέω give pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορητήριο — το 1. η κατά την έναρξη τής δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση τής κατηγορίας εναντίον τού κατηγορουμένου 2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή… … Dictionary of Greek
παραχωρητήριο — το (νομ.) δημόσιο έγγραφο, ιδρυτικό και αποδεικτικό τής παραχώρησης δικαιώματος κυριότητας ή χρήσης ακινήτου τού Δημοσίου σε ιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ + κατάλ. τήριο (πρβλ. δωρη τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. παραχωρητήριον, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek