-
1 δωράκινον
-
2 δωράκινον
δωράκινονduracinum: neut nom /voc /acc sg -
3 δωράκινον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωράκινον
-
4 δωράκινον
δωράκινον, τό, eine Art Äpfel -
5 δωράκινον
Meaning: `kingstone', a kind of peach (Gp. 3,1,4)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δωράκινον
-
6 δωράκινα
δωράκινονduracinum: neut nom /voc /acc pl -
7 μηλοδωράκινον
μηλο-δωράκινον, τό, = Lat.A duracinum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοδωράκινον
См. также в других словарях:
δωράκινον — δωράκινον, το (AM) ροδάκινο … Dictionary of Greek
δωράκινον — duracinum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωράκινα — δωράκινον duracinum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράκινο — και δωράκινο, το (Μ δωράκινον και δωρακινόν) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λανθασμένη γραφή αντί του τ. δωράκινο < λατ. duracinum (persicum) «ροδάκινο» (βλ. και λ. ροδάκινο)] … Dictionary of Greek
μηλοδωράκινον — μηλοδωράκινον, τὸ (Α) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + δωράκινον «ροδάκινο»] … Dictionary of Greek
ροδάκινο — το / ῥοδάκινον, ΝΜΑ, και ῥωδάκινον, Α ο καρπός της ροδακινιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. δωράκινον (< λατ. duracinum) με αντιμετάθεση τών συμφώνων ρ και δ . Επομένως, η ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. ῥωδάκινον, έχει, όμως,… … Dictionary of Greek