-
1 δωρό-δειπνος
δωρό-δειπνος, der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.
-
2 δωρόδειπνος
δωρό-δειπνος, der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgibt
См. также в других словарях:
σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] … Dictionary of Greek
φερέδειπνος — ον, Μ αυτός που παραθέτει δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος, φιλό δειπνος] … Dictionary of Greek
φιλόδειπνος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια 2. αυτός που τού αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον η αγάπη για τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος] … Dictionary of Greek