-
1 δώρο
1) gift2) presentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δώρο
-
2 δωρογραφία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρογραφία
-
3 δωρόδειπνος
δωρό-δειπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρόδειπνος
-
4 δωροδέκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδέκτης
-
5 δωροδοκέω
A accept as a present, esp. take as a bribe,ἀργύριον πολλόν Hdt.6.72
; ;κατὰ πεντήκοντα τάλαντα Ar.V. 669
.2 abs., take bribes, Hdt.6.82, D.18.45, etc.;ἐπί τινι Lys.21.22
, D.18.49.II c. acc. pers. (only in later Gr., for δωροδοκοῦσιν is f.l. in Ar.V. 675 and δωροδοκοῦντας (abs.) is interpol. in D.9.45), corrupt by bribes, D.S.13.64, Arr.Epict.4.1.148, Luc.Pisc.9, etc.2 simply, bestow gifts, AP9.335 (Leon.): c. acc., ib.12.204 (Strat.).III [voice] Pass., of persons, to have a bribe given one, Cratin.128, cf. Plb.6.56.2, D.H.4.55 (as v.l.); also ταῦθ' ἁπλῶς δεδωροδόκηται this has been accomplished by bribery, D.19.329 (v.l. - ηνται) ; τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν δωροδοκηθέντα the bribery in the matter of Euboea, Aeschin.3.221;τὸ δεδωροδοκημένον χρυσίον Din.1.66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοκέω
-
6 δωροδόκημα
A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδόκημα
-
7 δωροδοκία
δωρο-δοκία, ἡ,A taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30;δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21
; -ίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3
: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in pl., D.C.39.55, 50.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοκία
-
8 δωροδοκιστί
δωρο-δοκιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοκιστί
-
9 δωροδόκος
δωρο-δόκος, ον,A taking presents or bribes, corrupt, Pl.R. 390d, D.18.61; Com.,δωροδόκοισιν ἐπ' ἄνθεσιν ἵζων Ar.Eq. 403
.II [voice] Act., bribing, Sch.Pl.Alc.2.149a, cf. AB242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδόκος
-
10 δωροδοτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοτέω
-
11 δωροδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδότης
-
12 δωροδοχεῖον
δωρο-δοχεῖον, τό,A receptacle for offerings, alms-box, Zonar. s.v. Κορβωνᾶς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοχεῖον
-
13 δωροκοπέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροκοπέω
-
14 δωροκοπία
δωρο-κοπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροκοπία
-
15 δωροκόπος
A one who bribes, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροκόπος
-
16 δωροληπτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροληπτέω
-
17 δωρολήπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρολήπτης
-
18 δωροληψία
δωρο-ληψία, ἡ,A taking of presents, Com.Adesp.987, D.C.39.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροληψία
-
19 δωροξενίας
A indictment of a ξένος for bribing the judges to declare him an Athenian, Lys.Fr. 196 S., Hyp.Fr.20, Arist.Ath.59.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροξενίας
-
20 δωροτελέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροτελέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 … Wikipedia
Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины … Википедия
δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek