Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δωροδοκία

См. также в других словарях:

  • δωροδοκία — δωροδοκίᾱ , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc/acc dual δωροδοκίᾱ , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκίᾳ — δωροδοκίαι , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc pl δωροδοκίᾱͅ , δωροδοκία taking of bribes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… …   Dictionary of Greek

  • δωροδοκία — η 1. το να δέχεται κανείς δώρα για να παραβεί το καθήκον του, η εξαγορά. 2. το να δίνει κανείς δώρα για να διαφθείρει κάποιον: Κατηγορείται για δωροδοκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωροδοκίας — δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem acc pl δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκίαι — δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc pl δωροδοκίᾱͅ , δωροδοκία taking of bribes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκίαν — δωροδοκίᾱν , δωροδοκία taking of bribes fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκιῶν — δωροδοκία taking of bribes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκίαις — δωροδοκία taking of bribes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»