-
1 δωροδοκία
δωροδοκίᾱ, δωροδοκίαtaking of bribes: fem nom /voc /acc dualδωροδοκίᾱ, δωροδοκίαtaking of bribes: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δωροδοκίαι, δωροδοκίαtaking of bribes: fem nom /voc plδωροδοκίᾱͅ, δωροδοκίαtaking of bribes: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δωροδοκίᾳ
Βλ. λ. δωροδοκία -
3 δωροδοκία
δωρο-δοκία, ἡ,A taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30;δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21
; -ίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3
: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in pl., D.C.39.55, 50.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωροδοκία
-
4 δωροδοκία
briberyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δωροδοκία
-
5 δωροδοκίας
δωροδοκίᾱς, δωροδοκίαtaking of bribes: fem acc plδωροδοκίᾱς, δωροδοκίαtaking of bribes: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 δωροδοκίαι
δωροδοκίαtaking of bribes: fem nom /voc plδωροδοκίᾱͅ, δωροδοκίαtaking of bribes: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 δωροδοκίαν
δωροδοκίᾱν, δωροδοκίαtaking of bribes: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 δωροδοκίαις
δωροδοκίαtaking of bribes: fem dat pl -
9 δωροδοκιών
-
10 δωροδοκιῶν
-
11 δῶρον 1
δῶρον 1.Grammatical information: n.Meaning: `gift, present' (Il.).Compounds: δωρο-δόκος `accepting presents, corruptible' (s. on δέχομαι) beside δωροδοκέω `accept presents, be corruptible' (Ion.-Att.) with δωροδόκημα, δωροδοκία `corruption'.Derivatives: Demin. δωρύφιον (pap.). Denomin. δωρέομαι, δωρέω `give presents' (Il.; on the diathesis Schwyzer-Debrunner 234) with δώρημα `present' (Hdt.) and δωρηματικός (D. H.), δωρητής `well-doer' (Nesos IVa) and δωρητικός (Pl.), δωρητήρ `id.' (AP), δωρητός `prepared to accept presents' (Ι 526), `presented' (S.). - Also δωρύττομαι (Theoc. 7, 43; joking momentary formation; Debrunner IF 2 1, 242f.); also Thess. δούρραντα = δωρήσαντα like hom. φίλατο beside φιλεῖν (Fraenkel Glotta 35, 91f.)? - Beside δῶρον and δωρέομαι with unclear formation δωρεά, older (Attica Va) - ειά, Ion. - εή `gift, present' (Hdt.); from there δωρεακός `official of an estate' (pap. IIIa), δωρεαστικός, - ρετικός `regarding presents' (pap. VIp).Etymology: Old word, identical with Arm. tur, OCS darъ `gift'. With n-suffix Lat. dōnum = Skr. dā́nam. - Further s. δίδωμι.Page in Frisk: 1,430Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δῶρον 1
См. также в других словарях:
δωροδοκία — δωροδοκίᾱ , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc/acc dual δωροδοκίᾱ , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκίᾳ — δωροδοκίαι , δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc pl δωροδοκίᾱͅ , δωροδοκία taking of bribes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… … Dictionary of Greek
δωροδοκία — η 1. το να δέχεται κανείς δώρα για να παραβεί το καθήκον του, η εξαγορά. 2. το να δίνει κανείς δώρα για να διαφθείρει κάποιον: Κατηγορείται για δωροδοκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωροδοκίας — δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem acc pl δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκίαι — δωροδοκία taking of bribes fem nom/voc pl δωροδοκίᾱͅ , δωροδοκία taking of bribes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκίαν — δωροδοκίᾱν , δωροδοκία taking of bribes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκιῶν — δωροδοκία taking of bribes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροδοκίαις — δωροδοκία taking of bribes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek