-
1 δωδεκατος
-
2 δωδέκατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωδέκατος
-
3 δωδέκατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δωδέκατος
-
4 δωδέκατος
η, ο[ν] двенадцатый;δωδέκάτη ώρα — а) полдень, полночь; — б) последний момент;
επερίμεναν να έλθουν την δωδέκάτην ώραν — их ждали до последнего момента
-
5 δωδέκατος
двенадцатый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωδέκατος
-
6 δωδέκατος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δωδέκατος
-
7 δωδέκατος
3 двенадцатый -
8 δωδέκατος
[додекатос] αριθμ εκ. двенадцатый. -
9 δυωδεκατος
-
10 αροτος
v. l. ἀροτός (ᾰ) ὅ1) земледелие, пахота Hes., Her., Plut.2) (дето)рождение(ἐν γυναικί Plat.; παίδων Men., Luc.)
3) время сбора плодов, уборка, жатва Hes., Plut.4) урожай, сбор Soph.5) потомство, дети Eur.6) год(δωδέκατος Soph.)
-
11 1428
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1428
См. также в других словарях:
δωδέκατος — twelfth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… … Dictionary of Greek
δωδέκατος — η, ο αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό δώδεκα: Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… … Dictionary of Greek
δυωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg (epic) δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτων — δωδέκατος twelfth fem gen pl δωδέκατος twelfth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτη — δωδέκατος twelfth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτην — δωδέκατος twelfth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυωδεκάτης — δωδέκατος twelfth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)