-
1 δωδεκάδρομος
1 rounding twelve times the courseτεθρίππων δυωδεκαδρόμων O. 2.50
[ δωδεκάδρομον τέμενος (v. 1. δ(υ)ωδεκαδρόμων· δώδεκ' ἂν δρόμων Thiersch) P. 5.33] -
2 δωδεκάδρομος
δω-δεκά-δρομος, zwölf Umläufe habend, zwölfmal den Kreislauf vollendend -
3 δωδεκαδρόμων
δωδεκάδρομοςmasc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
δωδεκαδρόμων — δωδεκάδρομος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)