Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δωδεκάτῳ

См. также в других словарях:

  • δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτῳ — δωδέκατος twelfth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτωι — δωδεκάτῳ , δωδέκατος twelfth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»