-
1 δώδεκα
1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf.βωμοὺς ἓξ διδύμους O. 5.5
) O. 10.49 “ δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” P. 4.25 ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ) ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds) P. 5.33τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. -
2 δώδεκα
δώδεκα indecl. (Hom.+; ins [Meisterhans3-Schw. 159]; pap [Mayser 316]; et al.) twelve Mt 9:20; Mk 5:25, 42; Lk 2:42 (Plut., Mor. 839a γίνεσθαι ἐτῶν δώδεκα; on Jesus at 12 yrs. of age s. RBultmann, Gesch. d. Syn. Tradition3 ’57, 327f.—At the beginning of the story an external parallel in Ps.-Callisth. 1, 14, 1 ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ηὔξανε τῇ ἡλικίᾳ, καὶ γενόμενος δωδεκαέτης μετὰ τοῦ πατρός …) al.; οἱ δ. the twelve (sc. μαθηταί; AscIs 3:13 ἡ τῶν δ. μαθητεία; Orig., C. Cels. 1, 64, 12.—οἱ δ. is to be expanded differently, e.g. Lucian, Jupp. Trag. 26 [12 Olympian deities]; Jos., Vi. 56; Ps.-Clem., Hom. 6, 14) 1 Cor 15:5 (the separation of Judas the informer, for which the v.l. ἕνδεκα would make allowance, does not make it impossible to use the fixed expression ‘the 12’: X., Hell. 2, 4, 23 still speaks of οἱ τριάκοντα, despite the fact that acc. to 2, 4, 19 Critias and Hippomachus have already been put to death; but s. Orig., C. Cels. 2, 65, 6: οἱ δ., τοῦ Ματθίου ἀντὶ τοῦ Ἰοῦδα καταταχθέντος; of Jacob’s sons 7, 7, 30); cp. Mt 10:1f, 5; 11:1; 20:17; 26:14 et al.—1 Clem 43:2; Hm 12, 3, 2; Hs 8, 17, 1f al. Cp. δεκαδύο under δέκα.—RMeye, Jesus and the Twelve ’68, the term ‘the Twelve’ goes back to Jesus; difft. GSchille, Die urchristliche Kollegialmission ’67, of later origin as honorary recognition of the earliest associates of Jesus. S. also the lit. s. on ἀπόστολος and ἐκκλησία, end. EDNT. TW. -
3 δωδεκα
οἱ, αἱ, τά indecl. двенадцать -
4 δώδεκα
δώδεκαtwelve: indeclform (numeral) -
5 δώδεκα
-
6 δώδεκα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δώδεκα
-
7 δώδεκα
Grammatical information: num.Meaning: `twelve' (Il.).Compounds: δυωδεκά-βοιος `worth twelve cows' (Il.) etc.Derivatives: δωδέκατος ( δυω-; on δυνδεκάτῃ s. v.) `the twelfth' (Il.) with δωδεκαταῖος `of twelve days' (Hes.) from δωδεκάτη ( ἡμέρα), and δυωδεκατεύς ( μήν) `the twelfth month' (Tauromenion); δωδεκάς ( δυω-) f. `group of twelve, the twelfth part' (Pl.) with δυωδεκαδικός; δωδεκαΐς, - ηΐς ( δυω-) `sacrifice of twelve animals', also name of a a festive deputation (Delphi Va etc.; cf. Πυθαΐς); δωδεκεύς χοεύς H.; δωδεκάκις `twelve times' (Ar.).Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯ōdeḱm̥ `twelve'Etymology: Old contraction of *δϜώ-δεκα = Skt. dvā́-daśa. Also δυώδεκα as in Lat. doudecim. See δύο.Page in Frisk: 1,429Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δώδεκα
-
8 δώδεκα
αριθ. άκλ. двенадцать;χτύπησε (η ώρα) δώδεκα — пробило полдень или полночь
-
9 δώδεκα
{числит., 72}Ссылки: Мф. 9:20; 10:1, 2, 5; 11:1; 14:20; 19:28; 20:17; 26:14, 20, 47, 53; Мк. 3:14; 4:10; 5:25, 42; 6:7, 43; 8:19; 9:35; 10:32; 11:11; 14:10, 17, 20, 43; Лк. 2:42; 6:13; 8:1, 42, 43; 9:1, 12, 17; 18:31; 22:3, 14, 30, 47; Ин. 6:13, 67, 70, 71; 11:9; 20:24; Деян. 6:2; 7:8; 1Кор. 15:5; Иак. 1:1; Откр. 7:5-8; 12:1; 21:12, 14, 16, 21; 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δώδεκα
-
10 δώδεκα
{числит., 72}Ссылки: Мф. 9:20; 10:1, 2, 5; 11:1; 14:20; 19:28; 20:17; 26:14, 20, 47, 53; Мк. 3:14; 4:10; 5:25, 42; 6:7, 43; 8:19; 9:35; 10:32; 11:11; 14:10, 17, 20, 43; Лк. 2:42; 6:13; 8:1, 42, 43; 9:1, 12, 17; 18:31; 22:3, 14, 30, 47; Ин. 6:13, 67, 70, 71; 11:9; 20:24; Деян. 6:2; 7:8; 1Кор. 15:5; Иак. 1:1; Откр. 7:5-8; 12:1; 21:12, 14, 16, 21; 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δώδεκα
-
11 Δώδεκα
ДвенадцатьδώδεκαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δώδεκα
-
12 δώδεκα
двенадцатьдвенадцати [из] двенадцати двенадцатью ΔώδεκαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δώδεκα
-
13 δώδεκα
двенадцать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δώδεκα
-
14 δώδεκα
-
15 δώδεκα
-
16 δώδεκα
[додека] αριθμ двенадцать. -
17 δώδεκα
δώ-δεκα, οἱ, αἱ, τά, zwölf -
18 δώδεκα
douze -
19 δώδεκα
dwanaście licz. -
20 δώδεκα
1) dvanáct2) dvanáctka
См. также в других словарях:
δώδεκα — twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek
δώδεκα- — α συνθετικό λέξεων, επιθέτων κυρίως, που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται δώδεκα φορές … Dictionary of Greek
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δώδεκα Αποστόλων, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Καρδίτσης, γνωστό και με την ονομασία Κόκκινη Εκκλησιά. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (έδρα Καρδίτσα). Ιδρύθηκε το 1940 … Dictionary of Greek
Μηναία — Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη … Dictionary of Greek
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεχ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάμισυ — δώδεκα και μισό … Dictionary of Greek
Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek