-
1 δωδεκασκύτω
-
2 δωδεκασκύτῳ
См. также в других словарях:
δωδεκασκύτῳ — δωδεκασκύ̱τῳ , δωδεκάσκυτος of twelve strips of leather masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δωδεκασκύτω
2 δωδεκασκύτῳ
δωδεκασκύτῳ — δωδεκασκύ̱τῳ , δωδεκάσκυτος of twelve strips of leather masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)