Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δωδεκας

См. также в других словарях:

  • δωδεκάς — δωδεκάς, η (AM) βλ. δωδεκάδα …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάς — group of twelve fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδα — δωδεκάς group of twelve fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδας — δωδεκάς group of twelve fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδες — δωδεκάς group of twelve fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδι — δωδεκάς group of twelve fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδος — δωδεκάς group of twelve fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάδων — δωδεκάς group of twelve fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • двоенадесятница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἡ δώδεκας) дюжина …   Словарь церковнославянского языка

  • δωδεκάδα — η (AM δωδεκάς) 1. σύνολο δώδεκα μονάδων 2. ομάδα με δώδεκα μέλη νεοελλ. (στην τουρκοκρατία) κοινοτικό συμβούλιο συνήθως με δώδεκα μέλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»