-
1 δυωδεκαμοιρος
-
2 δυωδεκάμοιρος
δῠωδεκά-μοιρος, ον,A divided into twelve parts, AP7.641 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυωδεκάμοιρος
-
3 δυωδεκάμοιρον
δυωδεκάμοιροςdivided into twelve parts: masc /fem acc sgδυωδεκάμοιροςdivided into twelve parts: neut nom /voc /acc sg -
4 δωδεκατημόριος
δωδεκᾰτημόριος, ον,A = δυωδεκάμοιρος, Man.4.167:—also [suff] δωδεκα-τήμορος, ον, PHib.1.27.122 (iv/iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκατημόριος
См. также в других словарях:
δυωδεκάμοιρον — δυωδεκάμοιρος divided into twelve parts masc/fem acc sg δυωδεκάμοιρος divided into twelve parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek