-
1 δυωδεκάδρομος
δῠωδεκά-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυωδεκάδρομος
-
2 δυωδεκαδρόμων
δυωδεκάδρομοςrunning the course twelve times: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
δυωδεκάδρομος — δυωδεκάδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει ή μπορεί να διατρέξει δώδεκα φορές τον καθορισμένο δρόμο … Dictionary of Greek
δυωδεκαδρόμων — δυωδεκάδρομος running the course twelve times masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)