-
1 δυωδεκαδρομος
См. также в других словарях:
δυωδεκάδρομος — δυωδεκάδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει ή μπορεί να διατρέξει δώδεκα φορές τον καθορισμένο δρόμο … Dictionary of Greek
δυωδεκαδρόμων — δυωδεκάδρομος running the course twelve times masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)