-
1 δυστραπελος
21) трудный, тяжелый (sc. πρᾶγμα Plut.)2) неприветливый, суровый(Αἴας Soph.; εὐτράπελος μέσος τοῦ ἀγροίκου καὴ δυστραπέλου Arst.)
См. также в других словарях:
τραπελός — ή, όν, Α αυτός που εύκολα στρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που απαντά μόνο ως β συνθετικό (πρβλ. δυσ τράπελος, εὐ τράπελος) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ τής ρίζας του τρέπω*] … Dictionary of Greek