-
1 δυστροπία
δυσ-τροπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστροπία
См. также в других словарях:
μοχθηροτροπία — μοχθηροτροπία, ἡ (Μ) μοχθηρός τρόπος, φαυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχθηρός + τροπία (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. δυσ τροπία] … Dictionary of Greek