-
1 δυσμήτηρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμήτηρ
-
2 δυσμητηρ
См. также в других словарях:
φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] … Dictionary of Greek
μητρόρριπτος — μητρόρριπτος, δωρ. τ. ματρόρριπτος, ον (Α) (για τον Ήφαιστο) αυτός που έχει απορριφθεί από τη μητέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ρριπτος (< ῥιπτός < ῥίπτω), πρβλ. δύσ ριπτος] … Dictionary of Greek