Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσ-μήτηρ

См. также в других словарях:

  • φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] …   Dictionary of Greek

  • μητρόρριπτος — μητρόρριπτος, δωρ. τ. ματρόρριπτος, ον (Α) (για τον Ήφαιστο) αυτός που έχει απορριφθεί από τη μητέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ρριπτος (< ῥιπτός < ῥίπτω), πρβλ. δύσ ριπτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»