-
1 δυσκελαδος
21) крикливый, шумливый(φόβος Hom.)
2) злоречивый(ζῆλος Hes.; φάμα Eur.)
3) зловещий(ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.)
4) хриплый(ἄσθματα Anth.)
См. также в других словарях:
ευκέλαδος — εὐκέλαδος, ον (ΑΜ) αυτός που ηχεί καλά, ο μελωδικός, ο αρμονικός («εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κέλαδος «αρμονικός ήχος» (πρβλ. δυσ κέλαδος, Εγ κέλαδος)] … Dictionary of Greek
νεοκέλαδος — νεοκέλαδος, ον (Α) αυτός που ηχεί νεανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κέλαδος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. δυσ κέλαδος)] … Dictionary of Greek