Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσ-κλεής

См. также в других словарях:

  • ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …   Dictionary of Greek

  • μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκλεής — μεγαλοκλεής, ές (Α) ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ κλεής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»