Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσ-θεώρητος

См. также в других словарях:

  • λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»