-
1 δυσθεώρητος
δυσ-θεώρητος, ον,II hard to understand or reduce to theory,τέχνη Ph.Bel.49.19
, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθεώρητος
-
2 δυσθεωρητος
2с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения(ἥ τοῦ αἵματος φύσις Arst.; ἥ ἑκάστου προαίρεσις Polyb.; αἰτία Plut.)
См. также в других словарях:
λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… … Dictionary of Greek