-
1 δυσγνωσία
δυσ-γνωσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσγνωσία
-
2 δυσγνωσια
ἥ трудность узнать
См. также в других словарях:
θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] … Dictionary of Greek