-
1 δυσαπαλλακτος
21) с трудом устранимый, неотвязный(ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὴ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.)
δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. — иметь трудные роды2) с трудом отговариваемый(ἀφ΄ ἑκάστου λόγου Plat.)
См. также в других словарях:
ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… … Dictionary of Greek