Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσ-απάλλακτος

См. также в других словарях:

  • ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»