Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσήλιος

См. также в других словарях:

  • δυσήλιος — δυσήλιος, ον (Α) 1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει ήλιο, ο ανήλιαγος 2. (για εποχή) αυτός που έχει υπερβολικό ήλιο …   Dictionary of Greek

  • δυσήλιον — δυσήλιος ill sunned masc/fem acc sg δυσήλιος ill sunned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσηλίους — δυσήλιος ill sunned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσηλίῳ — δυσήλιος ill sunned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσήλιοι — δυσήλιος ill sunned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάλιον — δυσά̱λιον , δυσήλιος ill sunned masc/fem acc sg (doric) δυσά̱λιον , δυσήλιος ill sunned neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • δυσάλιος — δυσάλιος, ον (Α) 1. δυσήλιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσάλιον τρικυμία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»