-
1 δυς-ωρέω
δυς-ωρέω, beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
См. также в других словарях:
δυσωρήσωνται — δυσωρέομαι keep painful watch aor subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)