-
1 δυσωρήσονται
δυσωρέομαιkeep painful watch: fut ind mp 3rd pl -
2 δυς-ωρέω
δυς-ωρέω, beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
-
3 δυσωρεομαι...
δυσωρέομαι...δυσωρέω, δυσωρέομαιнести трудную охрану(κύνες περὴ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.)
-
4 δυσωρεω
-
5 δυσωρέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσωρέομαι
См. также в других словарях:
δυσωρήσονται — δυσωρέομαι keep painful watch fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)