Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δυσχωρίαι

См. также в других словарях:

  • δυσχωρίαι — δυσχωρία rough ground fem nom/voc pl δυσχωρίᾱͅ , δυσχωρία rough ground fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχωρίᾳ — δυσχωρίαι , δυσχωρία rough ground fem nom/voc pl δυσχωρίᾱͅ , δυσχωρία rough ground fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσβατος — η, ο (AM δύσβατος, ον) (για τόπο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να περάσει κανείς, δυσκολοπέραστος αρχ. 1. επίπονος 2. αυτός που χτυπήθηκε άσχημα από συμφορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δύσβατα δυσχωρίαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»