-
1 δυσχλαινια
-
2 δυσχλαινία
δυσχλαινία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχλαινία
-
3 δυσχλαινίας
δυσχλαινίᾱς, δυσχλαινίαmean: fem acc plδυσχλαινίᾱς, δυσχλαινίαmean: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 δυσχλαινίαι
δυσχλαινίαmean: fem nom /voc plδυσχλαινίᾱͅ, δυσχλαινίαmean: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 κακομορφία
κᾰκο-μορφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομορφία
-
6 κακοφορεσία
κᾰκο-φορεσία, ἡ,A gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec. 240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφορεσία
-
7 καχειμονία
κᾰχειμονία, ἡ,A gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec. 240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχειμονία
-
8 Rag
subs.Ragged state: V. ἀχλαινία, ἡ, δυσχλαινία, ἡ.Be in rags, v.: Ar. ῥυπᾶν.Clothed in rags: V. δυσείματος.Torn to rags: V. κατερρακωμένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rag
-
9 Shabbiness
subs.Of appearance: P. φαυλότης, ἡ, V. δυσχλαινία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shabbiness
См. также в других словарях:
δυσχλαινία — δυσχλαινία, η (Α) φτωχική ενδυμασία … Dictionary of Greek
δυσχλαινίας — δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem acc pl δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχλαινίαι — δυσχλαινία mean fem nom/voc pl δυσχλαινίᾱͅ , δυσχλαινία mean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομορφία — η (Α κακομορφία) [κακόμορφος] (το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία τού Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια … Dictionary of Greek