Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσχλαινία

См. также в других словарях:

  • δυσχλαινία — δυσχλαινία, η (Α) φτωχική ενδυμασία …   Dictionary of Greek

  • δυσχλαινίας — δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem acc pl δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχλαινίαι — δυσχλαινία mean fem nom/voc pl δυσχλαινίᾱͅ , δυσχλαινία mean fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομορφία — η (Α κακομορφία) [κακόμορφος] (το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία τού Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»