-
1 δυστόπαστος
δυστόπ-αστος, ον,A hard to guess,ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr. 885
;Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp. 138
, cf. Phld.Mort.37;αἰτία Plu.Rom. 21
;κοσμοποιός Ph.1.570
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστόπαστος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский