Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυστυχής

  • 1 несчастный

    несчастный δυστυχής, άτυχος· \несчастный случай το ατύχημα, το δυστύχημα
    * * *
    δυστυχής, άτυχος

    несча́стный слу́чай — το ατύχημα, το δυστύχημα

    Русско-греческий словарь > несчастный

  • 2 несчастный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. δυστυχής, -χισμένος, δύσμοιρος, δύστυνος•

    -ая жизнь δυστυχισμένη ζωή•

    -ое существо δυστυχισμένο πλάσμα (ύπαρξη).

    ουσ. δυστυχής, -χισμένος. || θλιμμένος, συντριμμένος.
    2. συμφοριασμένος•

    несчастный случай δυστύχημα, ατύχημα.

    || θλιβερός, τραγικός•

    -ая участь τραγική τύχη•

    -ая жертва τραγικό θύμα.

    3. απαίσιος, ολέθριος, αποτρόπαιος•

    несчастный день αποφράδα μέρα.

    4. ελεεινός, κακόμοιρος, άθλιος, ταλαίπωρος, καημένος•

    несчастный человек κακόμοιρος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > несчастный

  • 3 злосчастный

    злосчастный
    прил
    1. (злополучный) κακότυχος, ὁλεθριος, ἄτυχος·
    2. уст. δύστυχος, δυστυχής, κακόμοιρος.

    Русско-новогреческий словарь > злосчастный

  • 4 несчастливец

    несчастли́в||ец
    м ὁ κακότυχος, ὁ δυστυχής, ὁ ἀτυχής, ὁ κακομοίρης.

    Русско-новогреческий словарь > несчастливец

  • 5 несчастливый

    несчастли́в||ый
    прил κακότυχος δυστυχής, ἄτυχος, ἀτυχής:
    быть \несчастливыйым εἶμαι ἀτυχής, εἶμαι κακότυχος· \несчастливыйый день ἡ ἀποφράς (ήμέρα).

    Русско-новогреческий словарь > несчастливый

  • 6 несчастный

    несчастный
    прил
    1. δυστυχισμένος / δυστυχής, κακόμοιρος, κακότυχος (о человеке):
    \несчастный случай τό ἀτύχημα, τό δυστύχημα·
    2. (злополучный) разг γουρσού-ζικος.

    Русско-новогреческий словарь > несчастный

  • 7 бедный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    1. κυρλξ. κ. μτφ. φτωχός, πένης, ενδεής•

    бедный человек φτωχός άνθρωπος•

    -ая фантазия φτωχή φαντασία.

    ουσ. ο φτωχός.
    2. γλίσχρος, ανεπαρκής.
    3. δυστυχής, άθλιος, μαύρος. || αξιολύπητος.

    Большой русско-греческий словарь > бедный

  • 8 бедняга

    α. κ. θ.
    φτωχός, -ή, δυστυχής• αξιολύπητος, κακομοίρης, φουκαράς.

    Большой русско-греческий словарь > бедняга

  • 9 бедняк

    α.
    1. φτωχός, ενδεής, άπορος. || φτωχοαγρότης.
    2. δυστυχής• φουκαράς, κακομοίρης.

    Большой русско-греческий словарь > бедняк

  • 10 бедственный

    επ.
    δυστυχής, δεινός, ολέθριος•

    -ое положение δεινή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > бедственный

  • 11 бессчастный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    ατυχής, δυστυχής, συ(μ)φοριασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > бессчастный

  • 12 горевой

    επ. (απλ.) δυστυχής, πικραμένος, φαρμακωμένος• κακότυχος.

    Большой русско-греческий словарь > горевой

  • 13 горький

    επ., βρ: -рек, -рька, -рько; горче, к. παλ. горше, горший; горчайший.
    1. πικρός•

    -ое лекарство πικρό φάρμακο.

    2. μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες• κακός•

    -ая жизнь κακή ζωή•

    -ая доля κακή τύχη.

    || λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. || μτφ. αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός, φαρμακερός•

    горький смех πικρό γέλιο.

    3. δυστυχής, -ισμένος, δύσμοιρος, δύστηνος•

    -ая сирота πεντάρφανος.

    4. ουσ. θ. -ая η βότκα.
    εκφρ.
    - ая истина – πικρή αλήθεια•
    горький опыт – πικρή πείρα•
    - ие воды – πικρές υδάτινες πηγές• горький ή -ая пьяница αλκοολικός•
    - ая соль – είδος καθαρτικού (θειϊκό μαγγάνιο)•
    горе -ое – μεγάλο φαρμάκι (δυστυχία, κακό)•
    -им опытом прийти ή узнатьκ.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκιμάζω στην καμπούρα μου•
    пить -ую – πίνω, μεθοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > горький

  • 14 злосчастный

    επ., -тен, -тна, -тно.
    1. δυστυχής, δύστηνος.
    2. βλ. злополучный.

    Большой русско-греческий словарь > злосчастный

  • 15 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 16 неблагополучный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ατυχής, δυστυχής, κακότυχος, δύσμοιρος, χωρίς αίσιον τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагополучный

  • 17 плачевный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. θρηνητικός, θρηνώδης, θρηνερός κλαψάρικος θλιβερός θλιμμένος.
    2. άθλιος, ελεεινός, αξιοθρήνητος• δυστυχής, ταλαίπωρος•

    в -ом состоянии σε άθλια κατάσταση (για κλάψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > плачевный

  • 18 победный

    επ.
    1. νικητήριος• επινίκιος•

    -марш νικητήριο εμβατήριο• θούριος.

    2. νικηφόρος.
    εκφρ.
    до -ого конца – ως την τελική νίκη.
    επ.
    δυστυχής, -μένος, όύστυνος, δύσμοιρος, κακόμοιρος, φτωχός, κακότυχος.

    Большой русско-греческий словарь > победный

  • 19 сердечный

    επ.
    1. καρδιακός, της καρδιάς•

    -припадок καρδιακή κρίση•

    -ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•

    -ая мышца το μυοκάρδιο•

    сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.

    || της καρδιάς, για την καρδιά•

    -ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..

    2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•

    -ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•

    друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•

    сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.

    || ειλικρινής•

    -ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•

    характер ειλικρινής χαρακτήρας•

    сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.

    3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα.

    Большой русско-греческий словарь > сердечный

См. также в других словарях:

  • δυστυχής — unlucky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχής — ές και δύστυχος, η, ο (AM δυστυχής, ές Μ και δύστυχος, ον) Ι. αυτός που έχει κακή τύχη, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή δεινά II. επίρρ. δυστυχώς (AM δυστυχώς) με κακή τύχη, με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα νεοελλ. (ως μονολεκτική απάντηση ή …   Dictionary of Greek

  • δυστυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς άτυχος, κακότυχος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος: Στάθηκε δυστυχής στην επιλογή συντρόφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυστυχῇς — δυστυχέω to be unlucky pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχῆ — δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυστυχής unlucky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυστυχής unlucky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχέστερον — δυστυχής unlucky adverbial comp δυστυχής unlucky masc acc comp sg δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχεστάτω — δυστυχής unlucky masc/neut nom/voc/acc superl dual δυστυχής unlucky masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχεστάτων — δυστυχής unlucky fem gen superl pl δυστυχής unlucky masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχεστέρως — δυστυχής unlucky masc acc comp pl (doric) δυστυχής unlucky comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχέα — δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυστυχής unlucky masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχές — δυστυχής unlucky masc/fem voc sg δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»