Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δυσπραγίᾳ

См. также в других словарях:

  • δυσπραγία — δυσπραγίᾱ , δυσπραγία ill luck fem nom/voc/acc dual δυσπραγίᾱ , δυσπραγία ill luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγίᾳ — δυσπραγίαι , δυσπραγία ill luck fem nom/voc pl δυσπραγίᾱͅ , δυσπραγία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγία — η (Α δυσπραγία) δυστυχία, κακοτυχία νεοελλ. δυσχέρεια …   Dictionary of Greek

  • δυσπραγίας — δυσπραγίᾱς , δυσπραγία ill luck fem acc pl δυσπραγίᾱς , δυσπραγία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγίαι — δυσπραγία ill luck fem nom/voc pl δυσπραγίᾱͅ , δυσπραγία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγίαν — δυσπραγίᾱν , δυσπραγία ill luck fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγιῶν — δυσπραγία ill luck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπραγίαις — δυσπραγία ill luck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • печальныи — (275) пр. 1.Опечаленный, огорченный, скорбящий: кн҃зь всѣволодъ побеже въ ноць. ѹтаивъсѧ из новагорода… новгородьци же печѧльни быша о томь. ЛН XIII2, 94 об. (1222); ˫ависѧ [Христос] ап҃ломъ своимъ по воскр҃нии печальномъ сѹщемъ и премѣни скорбь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»