-
1 δυσπείθεια
δυσπείθ-εια, ἡ,A indiscipline, disobedience, App.BC1.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπείθεια
-
2 δυσπειθέω
A to be refractory, POxy.44.6 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπειθέω
-
3 δυσπειθής
δυσπειθ-ής, ές,4 Adv. -θῶς, ἔχειν πρός τι Plu.Galb.25
;δ. φέρειν Id.Lys.15
; with difficulty,κάμπτεσθαι Hero Bel.75.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπειθής
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский