-
1 δυσπαρακολουθητος
См. также в других словарях:
δυσπαρακολούθητος — hard to follow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολούθητος — η, ο (Α δυσπαρακολούθητος, ον) αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος αρχ. αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος … Dictionary of Greek
δυσπαρακολούθητον — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem acc sg δυσπαρακολούθητος hard to follow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολουθητότερος — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολουθήτου — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολουθήτους — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολουθήτων — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολούθητα — δυσπαρακολούθητος hard to follow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολούθητοι — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαρακολουθητοτέρα — δυσπαρακολουθητοτέρᾱ , δυσπαρακολούθητος hard to follow fem nom/voc/acc comp dual δυσπαρακολουθητοτέρᾱ , δυσπαρακολούθητος hard to follow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)