Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσπαρακολούθητος

См. также в других словарях:

  • δυσπαρακολούθητος — hard to follow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολούθητος — η, ο (Α δυσπαρακολούθητος, ον) αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος αρχ. αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος …   Dictionary of Greek

  • δυσπαρακολούθητον — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem acc sg δυσπαρακολούθητος hard to follow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολουθητότερος — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολουθήτου — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολουθήτους — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολουθήτων — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολούθητα — δυσπαρακολούθητος hard to follow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολούθητοι — δυσπαρακολούθητος hard to follow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρακολουθητοτέρα — δυσπαρακολουθητοτέρᾱ , δυσπαρακολούθητος hard to follow fem nom/voc/acc comp dual δυσπαρακολουθητοτέρᾱ , δυσπαρακολούθητος hard to follow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»