-
1 δυσπαραγραφος
2трудно определимый(δ. ἐστιν ἥ ποσότης, οὐ μέν ἀπαράγραφός γε Polyb.)
-
2 δυσπαράγραφος
δυσπαράγραφοςhard to define: masc /fem nom sg -
3 δυσπαράγραφος
δυσπαράγρᾰφος, ον,A hard to define,ποσότης Plb.16.12.10
; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπαράγραφος
-
4 δυσπαράγραφον
δυσπαράγραφοςhard to define: masc /fem acc sgδυσπαράγραφοςhard to define: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δυσπαράγραφος — δυσπαράγραφος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται 2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται … Dictionary of Greek
δυσπαράγραφος — hard to define masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπαράγραφον — δυσπαράγραφος hard to define masc/fem acc sg δυσπαράγραφος hard to define neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek