Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δυσεπιβούλευτος

См. также в других словарях:

  • δυσεπιβούλευτος — δυσεπιβούλευτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί 2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται …   Dictionary of Greek

  • δυσεπιβουλευτότατον — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly masc acc superl sg δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεπιβούλευτον — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly masc/fem acc sg δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεπιβουλευτότεροι — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεπιβουλεύτου — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεπιβούλευτα — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεπιβούλευτοι — δυσεπιβούλευτος hard to attack secretly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»