-
1 δυσεξευρετος
-
2 δυσεξεύρετος
δῠσεξ-εύρετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεξεύρετος
-
3 δυσεξευρέτοις
δυσεξεύρετοςhard to find out: masc /fem /neut dat pl -
4 δυσεξεύρετα
δυσεξεύρετοςhard to find out: neut nom /voc /acc pl -
5 δυσεξεύρετοι
δυσεξεύρετοςhard to find out: masc /fem nom /voc pl -
6 δυσεξευρέτω
-
7 δυσεξευρέτῳ
См. также в других словарях:
δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος … Dictionary of Greek
δυσεξευρέτοις — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξευρέτῳ — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξεύρετα — δυσεξεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξεύρετοι — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)