Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσεξεύρετος

См. также в других словарях:

  • δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • δυσεξευρέτοις — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξευρέτῳ — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξεύρετα — δυσεξεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξεύρετοι — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»