-
1 δυσαποτριπτος
-
2 δυσαποτρεπτος
2которого трудно отклонить или отговорить(δυσκάθεκτος καὴ δ. Xen.; δυσπαραίτητος καὴ δ. Plut. - v. l. δυσαπότριπτος)
См. также в других словарях:
δυσαπότριπτος — δυσαπότριπτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα απαλείφεται 2. αυτός που δύσκολα απομακρύνεται … Dictionary of Greek
δυσαπότριπτος — hard to rub off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποτριπτότερον — δυσαπότριπτος hard to rub off adverbial comp δυσαπότριπτος hard to rub off masc acc comp sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποτριπτότατον — δυσαπότριπτος hard to rub off masc acc superl sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαπότριπτον — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem acc sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποτρίπτοις — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποτρίπτων — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαπότριπτα — δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαπότριπτοι — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποτριπτοτέραν — δυσαποτριπτοτέρᾱν , δυσαπότριπτος hard to rub off fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)