Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσαπότριπτος

См. также в других словарях:

  • δυσαπότριπτος — δυσαπότριπτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα απαλείφεται 2. αυτός που δύσκολα απομακρύνεται …   Dictionary of Greek

  • δυσαπότριπτος — hard to rub off masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποτριπτότερον — δυσαπότριπτος hard to rub off adverbial comp δυσαπότριπτος hard to rub off masc acc comp sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποτριπτότατον — δυσαπότριπτος hard to rub off masc acc superl sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαπότριπτον — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem acc sg δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποτρίπτοις — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποτρίπτων — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαπότριπτα — δυσαπότριπτος hard to rub off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαπότριπτοι — δυσαπότριπτος hard to rub off masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποτριπτοτέραν — δυσαποτριπτοτέρᾱν , δυσαπότριπτος hard to rub off fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»